αυτονομιστής

αυτονομιστής
ο
θηλ. -ίστρια ο οπαδός της αυτονόμησης μιας χώρας ή μιας περιοχής: Βάσκοι αυτονομιστές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτονομιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που επιδιώκει με ειρηνικά ή δυναμικά μέσα την αυτονόμηση μιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόνομος Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. home ruler). Η λ. αυτονομισταί μαρτυρείται από το 1881 στην εφημερίδα Ώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”